- κατεκρίθην
- κατεκρίθην s. κατακρίνω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
κατεκρίθην — κατεκρί̆θην , κατακρίνω give as sentence against aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) κατεκρί̆θην , κατακρίνω give as sentence against aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)